- πτεροῦται
- πτερόωfurnish with featherspres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
окрилѧти — ОКРИЛѦ|ТИ (1*), Ю, ѤТЬ гл. Получать крылья. Образн.: Нынѣ корабль ѿ пристанища изводитсѧ съ ˫адры. и симъ иже паче б҃олюбце(м) и ˫адро(м) окрилѧе(т). (πτεροῦται) ГБ к. XIV, 81г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πτερώ — πτερῶ, όω, (ΝΜΑ [πτερόν] νεοελλ. φρ. «πτέρωσον» ναυτ. παράγγελμα προς τους κωπηλάτες να φέρουν τα κουπιά σε οριζόντια θέση ακινησίας μσν. αρχ. 1. δίνω φτερά σε κάποιον, κάνω κάποιον φτερωτό (α. «ἔπειτα δ ὅπως φρονίμως πρὸς ἄνδρ ὁρῶν πτερώσεις»,… … Dictionary of Greek